- Χαλκιόπης
- Χαλκιόπηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
χαλκώδων — Βασιλιάς των Αβάντων της Εύβοιας, σύζυγος της Αλκυόνης, πατέρας του Eλεφήνορα και της Χαλκιόπης. Το όνομά του έφερε παλαιότερα η Εύβοια, που λεγόταν Χαλκωδοντίδα. Κατέλαβε τη Θήβα. Την πόλη ελευθέρωσε ο Αμφιτρύων της Τίρυνθας, που σκότωσε τον… … Dictionary of Greek
Κυτίσσωρος ή Κύτωρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Φρίξου και της Χαλκιόπης ή Ιόφωσσας, κόρης του Αιήτη. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν επέστρεψε από την Κολχίδα στην Άλο της Θεσσαλικής Φθιώτιδας, ελευθέρωσε τον παππού του, Αθάμαντα, βασιλιά των Μινυών, τον οποίο… … Dictionary of Greek